σαλτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαλτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ξυλοκόπος που συνέβαλλε στη μεταφορά κορμών δέντρων, ενίοτε δεμένων σε αυτοσχέδιες σχεδίες, μέσω ποταμού
- ※ Οι σχεδίες που μετέφεραν τους κορμούς των δένδρων σε σωρούς σφιχτά στερεωμένους ονομάζονταν «σάλια», ενώ οι ξυλοκόποι που τα συνόδευαν ήταν γνωστοί σαν σαλτζήδες. Οι σχεδίες που είχαν στοιβαγμένους τους κορμούς των δένδρων οδηγούνταν τελικά μετά από το μεγάλο ταξίδι, σε μια αποβάθρα η οποία ήταν πρόχειρα κατασκευασμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λίγο πριν τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας. (…) Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια παραπήνεια έκταση, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες. (…) Μάλιστα εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στη Λάρισα οικογένειες με το όνομα Σαλτζής, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγίου Αθανασίου). (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλτζής
|