• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ξυλοκόπος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλοκόπος οι ξυλοκόποι
      γενική του ξυλοκόπου των ξυλοκόπων
    αιτιατική τον ξυλοκόπο τους ξυλοκόπους
     κλητική ξυλοκόπε ξυλοκόποι
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξυλοκόπος < αρχαία ελληνική ξυλοκόπος < ξύλον + κόπτω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ξυλοκόπος αρσενικό

  • αυτός που κόβει δέντρα για την ξυλεία τους

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • υλοτόμος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ξυλοκόπημα
  • ξυλοκοπώ
  • → δείτε τις λέξεις ξύλο και κόβω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ξυλοκόπος
  • αγγλικά : lumberjack (en), woodcutter (en)
  • γαλλικά : bûcheron (fr)
  • παλαιά γαλλικά : boschillon
  • ισπανικά : leñador (es)
  • πολωνικά : drwal (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξυλοκόπος&oldid=4857758"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 05:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 05:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie