υλοτόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υλοτόμος | οι | υλοτόμοι |
γενική | του | υλοτόμου | των | υλοτόμων |
αιτιατική | τον | υλοτόμο | τους | υλοτόμους |
κλητική | υλοτόμε | υλοτόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υλοτόμος αρσενικό