Δείτε επίσης: bucheron

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bûcheron bûcherons
θηλυκό bûcheronne bûcheronnes

  Ετυμολογία επεξεργασία

bûcheron < παλαιά γαλλική boscheron (< bosc)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /byʃ.ʁɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bûcheron (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία