bûcheron
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bûcheron | bûcherons |
θηλυκό | bûcheronne | bûcheronnes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- bûcheron < παλαιά γαλλική boscheron (< bosc)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bûcheron (fr) αρσενικό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- bûcheron - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- bûcheron - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online