ξύλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ξῠλ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ξύλον | τὰ | ξύλᾰ | |
γενική | τοῦ | ξύλου | τῶν | ξύλων | |
δοτική | τῷ | ξύλῳ | τοῖς | ξύλοις | |
αιτιατική | τὸ | ξύλον | τὰ | ξύλᾰ | |
κλητική ὦ! | ξύλον | ξύλᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξύλω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ξύλοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξύλον < πρώιμη αττική σύλον, σύλινος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ks(e)ulo-. Συγγενή: λιθουανικά šùlas (lt) «πάσσαλος, στύλος, κοντάρι», ρωσικά шу́ло (ru) (šúlo) «πάσσαλος φράκτη».[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξύλον (ξῠλον) ουδέτερο
- ξύλο
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε ξύλινο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἄν ἀπάγξασθαι: αν είναι ανάγκη να κρεμαστεί κάποιος, ας κρεμαστεί από κανένα καλό και αξιόλογο δέντρο!
- λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα
Συγγενικά
επεξεργασία- ξυλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ξυλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ξύλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξύλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.