↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ξῠλ-
ονομαστική τὸ ξύλον τὰ ξύλ
      γενική τοῦ ξύλου τῶν ξύλων
      δοτική τῷ ξύλ τοῖς ξύλοις
    αιτιατική τὸ ξύλον τὰ ξύλ
     κλητική ! ξύλον ξύλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξύλω
γεν-δοτ τοῖν  ξύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξύλον < πρώιμη αττική σύλον, σύλινος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ks(e)ulo-. Συγγενή: λιθουανικά šùlas (lt) «πάσσαλος, στύλος, κοντάρι», ρωσικά шу́ло (ru) (šúlo) «πάσσαλος φράκτη».[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksý.lon/ (5ος αιώνας πΚΕ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξύλον (ξῠλον) ουδέτερο

  1. ξύλο
  2. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε ξύλινο
    1. ράβδος
    2. βακτηρία
    3. ρόπαλο
    4. σανίδα
    5. δοκάρι
    6. τραπέζι
    7. θέση στο θέατρο
    8. όργανο τιμωρίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.