σχεδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχεδία | οι | σχεδίες |
γενική | της | σχεδίας | των | σχεδιών |
αιτιατική | τη | σχεδία | τις | σχεδίες |
κλητική | σχεδία | σχεδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχεδία < αρχαία ελληνική σχεδία < σχέδιος < σχεδόν
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασχεδία θηλυκό
- επίπεδο μικρό πλεούμενο χωρίς δωμάτια