sal
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsal (es) θηλυκό
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsal (ca)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- (αλάτι). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) ἅλς, (σανσκριτικά) सलिल (salila), (παλαιά αρμενικά) աղ (ał), (αγγλοσαξονικά) sealt (αγγλικά salt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsal (la) αρσενικό (ή ουδέτερο)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sal | salēs |
γενική | salis | salum |
δοτική | salī | salibus |
αιτιατική | salem | salēs |
κλητική | sal | salēs |
αφαιρετική | sale | salibus |
Ο πληθυντικός κλίνεται πάντα κατά το αρσενικό. |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsal (pt)
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsal (tr)