salt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsalt (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- αλμυρός, που περιέχει αλάτι ή έχει έντονη τη γεύση του αλατιού
- ⮡ salt water - αλμυρό νερό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
salt | salts |
salt (en)
- (μη μετρήσιμο) το αλάτι
- ⮡ table/cooking salt - επιτραπέζιο/μαγειρικό αλάτι
- (χημεία) το άλας
- (μόνο πληθυντικός) τα άλατα, μια ουσία που μοιάζει ή έχει γεύση αλατιού
- ⮡ bath salts from the Dead Sea - άλατα μπάνιου από τη Νεκρά Θάλασσα
Υπώνυμα
επεξεργασία- (χημεία) soda
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | salt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | salts |
αόριστος | salted |
παθητική μετοχή | salted |
ενεργητική μετοχή | salting |
salt (en)
- αλατίζω, βάζω αλάτι
- ⮡ We salt food to make it tasty.
- Αλατίζουμε το φαγητό για να γίνει νόστιμο.
- ⮡ We salt food to make it tasty.
- αλατίζω, παστώνω, πασπαλίζω κάτι με πολύ αλάτι για να διατηρηθεί
- ⮡ They gut the fish, salt them, and then leave them to dry in the sun.
- Σκίζουν τα ψάρια, τ' αλατίζουν και μετά τ' αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο.
- ⮡ The villagers kept the salted pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ⮡ Large codfish are usually salted.
- Τους μεγάλους βακαλάους συνήθως τους παστώνουν.
- ⮡ They gut the fish, salt them, and then leave them to dry in the sun.