Ετυμολογία

επεξεργασία
αλατίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁλατίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.laˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐τί‐ζω

αλατίζω, πρτ.: αλάτιζα, αόρ.: αλάτισα, παθ.φωνή: αλατίζομαι, π.αόρ.: αλατίστηκα, μτχ.π.π.: αλατισμένος

  1. βάζω αλάτι σε φαγητό
    ⮡  Αλάτισε το φαγητό γιατί είναι άνοστο.
  2. παστώνω
  3. (λαϊκότροπο) τρέφω εξημερωμένα ζώα με αλάτι
  4. (μεταφορικά) διατυπώνω μια έξυπνη ιδέα
    ⮡  Οι υπόλοιποι μαθητές της τάξης δεν αποδίδουν, αλλά αυτός κάτι αλατίζει.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία