αλατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλατίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁλατίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.laˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααλατίζω, πρτ.: αλάτιζα, αόρ.: αλάτισα, παθ.φωνή: αλατίζομαι, π.αόρ.: αλατίστηκα, μτχ.π.π.: αλατισμένος
- βάζω αλάτι σε φαγητό
- ⮡ Αλάτισε το φαγητό γιατί είναι άνοστο.
- παστώνω
- (λαϊκότροπο) τρέφω εξημερωμένα ζώα με αλάτι
- (μεταφορικά) διατυπώνω μια έξυπνη ιδέα
- ⮡ Οι υπόλοιποι μαθητές της τάξης δεν αποδίδουν, αλλά αυτός κάτι αλατίζει.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλάτι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλατίζω | αλάτιζα | θα αλατίζω | να αλατίζω | αλατίζοντας | |
β' ενικ. | αλατίζεις | αλάτιζες | θα αλατίζεις | να αλατίζεις | αλάτιζε | |
γ' ενικ. | αλατίζει | αλάτιζε | θα αλατίζει | να αλατίζει | ||
α' πληθ. | αλατίζουμε | αλατίζαμε | θα αλατίζουμε | να αλατίζουμε | ||
β' πληθ. | αλατίζετε | αλατίζατε | θα αλατίζετε | να αλατίζετε | αλατίζετε | |
γ' πληθ. | αλατίζουν(ε) | αλάτιζαν αλατίζαν(ε) |
θα αλατίζουν(ε) | να αλατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλάτισα | θα αλατίσω | να αλατίσω | αλατίσει | ||
β' ενικ. | αλάτισες | θα αλατίσεις | να αλατίσεις | αλάτισε | ||
γ' ενικ. | αλάτισε | θα αλατίσει | να αλατίσει | |||
α' πληθ. | αλατίσαμε | θα αλατίσουμε | να αλατίσουμε | |||
β' πληθ. | αλατίσατε | θα αλατίσετε | να αλατίσετε | αλατίστε | ||
γ' πληθ. | αλάτισαν αλατίσαν(ε) |
θα αλατίσουν(ε) | να αλατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλατίσει | είχα αλατίσει | θα έχω αλατίσει | να έχω αλατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλατίσει | είχες αλατίσει | θα έχεις αλατίσει | να έχεις αλατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλατίσει | είχε αλατίσει | θα έχει αλατίσει | να έχει αλατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλατίσει | είχαμε αλατίσει | θα έχουμε αλατίσει | να έχουμε αλατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλατίσει | είχατε αλατίσει | θα έχετε αλατίσει | να έχετε αλατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλατίσει | είχαν αλατίσει | θα έχουν αλατίσει | να έχουν αλατίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλατίζομαι | αλατιζόμουν(α) | θα αλατίζομαι | να αλατίζομαι | ||
β' ενικ. | αλατίζεσαι | αλατιζόσουν(α) | θα αλατίζεσαι | να αλατίζεσαι | (αλατίζου) | |
γ' ενικ. | αλατίζεται | αλατιζόταν(ε) | θα αλατίζεται | να αλατίζεται | ||
α' πληθ. | αλατιζόμαστε | αλατιζόμαστε αλατιζόμασταν |
θα αλατιζόμαστε | να αλατιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αλατίζεστε | αλατιζόσαστε αλατιζόσασταν |
θα αλατίζεστε | να αλατίζεστε | (αλατίζεστε) | |
γ' πληθ. | αλατίζονται | αλατίζονταν αλατιζόντουσαν |
θα αλατίζονται | να αλατίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλατίστηκα | θα αλατιστώ | να αλατιστώ | αλατιστεί | ||
β' ενικ. | αλατίστηκες | θα αλατιστείς | να αλατιστείς | αλατίσου | ||
γ' ενικ. | αλατίστηκε | θα αλατιστεί | να αλατιστεί | |||
α' πληθ. | αλατιστήκαμε | θα αλατιστούμε | να αλατιστούμε | |||
β' πληθ. | αλατιστήκατε | θα αλατιστείτε | να αλατιστείτε | αλατιστείτε | ||
γ' πληθ. | αλατίστηκαν αλατιστήκαν(ε) |
θα αλατιστούν(ε) | να αλατιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλατιστεί | είχα αλατιστεί | θα έχω αλατιστεί | να έχω αλατιστεί | αλατισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλατιστεί | είχες αλατιστεί | θα έχεις αλατιστεί | να έχεις αλατιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλατιστεί | είχε αλατιστεί | θα έχει αλατιστεί | να έχει αλατιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλατιστεί | είχαμε αλατιστεί | θα έχουμε αλατιστεί | να έχουμε αλατιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλατιστεί | είχατε αλατιστεί | θα έχετε αλατιστεί | να έχετε αλατιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλατιστεί | είχαν αλατιστεί | θα έχουν αλατιστεί | να έχουν αλατιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αλατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας