↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλατισμένος η αλατισμένη το αλατισμένο
      γενική του αλατισμένου της αλατισμένης του αλατισμένου
    αιτιατική τον αλατισμένο την αλατισμένη το αλατισμένο
     κλητική αλατισμένε αλατισμένη αλατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλατισμένοι οι αλατισμένες τα αλατισμένα
      γενική των αλατισμένων των αλατισμένων των αλατισμένων
    αιτιατική τους αλατισμένους τις αλατισμένες τα αλατισμένα
     κλητική αλατισμένοι αλατισμένες αλατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλατίζω

αλατισμένος, -η, -ο

  1. που του έχουμε προσθέσει αλάτι για να γίνει νόστιμος
    η σαλάτα δεν είναι αλατισμένη· ρίξε λίγο αλάτι τώρα, γιατί δεν τρώγεται
  2. που του έχουμε προσθέσει αλάτι για να διατηρηθεί
     συνώνυμα: παστός, παστωμένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία