νόστιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νόστιμος < αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νόστιμος, -η, -ο
- αυτός που έχει πολύ ωραία γεύση
- (μεταφορικά) αυτός που είναι αρκετά όμορφος ή χαριτωμένος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- νοσταλγία
- νόστιμα
- νοστιμούλης
- νοστιμούλικα
- νοστιμούλικος
- νοστιμούτσικα
- νοστιμούτσικος
- νοστιμάδα
- νοστιμιά
- νοστιμίζω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις εύγευστος, όμορφος και χαριτωμένος
|}
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | νόστιμος | νοστίμη | νόστιμον | νόστιμοι | νόστιμαι | νόστιμα |
Γενική | νοστίμου | νοστίμης | νοστίμου | νοστίμων | νοστίμων | νοστίμων |
Δοτική | νοστίμῳ | νοστίμῃ | νοστίμῳ | νοστίμοις | νοστίμαις | νοστίμοις |
Αιτιατική | νόστιμον | νοστίμην | νόστιμον | νοστίμους | νοστίμας | νόστιμα |
Κλητική | νόστιμε | νοστίμη | νόστιμον | νόστιμοι | νόστιμαι | νόστιμα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | νοστίμω | νοστίμα | ||||
Γενική-Δοτική | νοστίμοιν | νοστίμαιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
νόστιμος < νόστος < νέομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *nes-
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νόστιμος, -η, -ον