προσηνής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσηνής | η | προσηνής | το | προσηνές |
γενική | του | προσηνούς* | της | προσηνούς | του | προσηνούς |
αιτιατική | τον | προσηνή | την | προσηνή | το | προσηνές |
κλητική | προσηνή(ς) | προσηνής | προσηνές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσηνείς | οι | προσηνείς | τα | προσηνή |
γενική | των | προσηνών | των | προσηνών | των | προσηνών |
αιτιατική | τους | προσηνείς | τις | προσηνείς | τα | προσηνή |
κλητική | προσηνείς | προσηνείς | προσηνή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσηνής < αρχαία ελληνική προσηνής < πρός + (ίσως[1]) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂en-os-[1] (πρόσωπο, όψη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pro.siˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ση‐νής
Επίθετο επεξεργασία
προσηνής, -ής, -ές
- (λόγιο) που φαίνεται ότι είναι ευγενικός, φιλικός, πράος και γενικά έχει τέτοια συμπεριφορά προς τους γύρω του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσηνής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.