Δείτε επίσης: amicable
παραθετικά
θετικός amiable
συγκριτικός more amiable
υπερθετικός most amiable

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɪ.mi.ə.bəl/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ami​a​ble

amiable (en)

  1. (αρχαϊκό) αξιαγάπητος, ωραίος, ευχάριστος
  2. φιλικός, ευγενικός, εγκάρδιος, ένθερμος, θερμός, μειλίχιος, προσηνής
      an amiable temper - μια φιλική διάθεση
      amiable ideas - φιλικές ιδέες
  3. που κατέχει την ιδιότητα της καλοσύνης, της τερπνότητας, της καλοκαρδίας και τη φλεγματική ιδιοσυγκρασία τα οποία κάνουν κάποιον να είναι αρεστός
  4. (παρωχημένο) που έγινε από αγάπη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η λέξη «amiable» χρησιμοποιείται για να δηλώσει προσωπικά γνωρίσματα, ενώ η λέξη «amicable» για να δηλώσει σχέσεις ή συμφωνίες.

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 amiable - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. amiable - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)