στοργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοργικός < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή στοργικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε στοργ(ή) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστοργικός -ή, -ό
- που διακατέχεται από αισθήματα στοργής· που εκδηλώνει στοργή προς άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ↑ στοργικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας