στοργή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοργή | ||
γενική | της | στοργής | ||
αιτιατική | τη | στοργή | ||
κλητική | στοργή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στοργή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοργή[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /stoɾˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στορ‐γή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στοργή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αγάπη και τρυφερότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στοργή
Επεξεργασία
- ↑ «στοργή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.