• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στοργή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η στοργή
      γενική της στοργής
    αιτιατική τη στοργή
     κλητική στοργή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στοργή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοργή[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /stoɾˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός : στορ‐γή

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στοργή θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • αγάπη και τρυφερότητα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στοργή
  • αγγλικά : affection (en), tenderness (en)
  • γαλλικά : tendresse (fr)
  • γερμανικά : Zuwendung (de), Liebe (de)

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ↑ «στοργή» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στοργή&oldid=5515873"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 21:59
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 21:59.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie