αξιοθαύμαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοθαύμαστος < αρχαία ελληνική ἀξιοθαύμαστος
Επίθετο επεξεργασία
αξιοθαύμαστος, -η, -ο
- που αξίζει να τον θαυμάζεις
Δείτε επίσης : ἀξιοθαύμαστος, αξεθύμαστος |
αξιοθαύμαστος, -η, -ο