↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρυφερός η τρυφερή το τρυφερό
      γενική του τρυφερού της τρυφερής του τρυφερού
    αιτιατική τον τρυφερό την τρυφερή το τρυφερό
     κλητική τρυφερέ τρυφερή τρυφερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρυφεροί οι τρυφερές τα τρυφερά
      γενική των τρυφερών των τρυφερών των τρυφερών
    αιτιατική τους τρυφερούς τις τρυφερές τα τρυφερά
     κλητική τρυφεροί τρυφερές τρυφερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυφερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρυφερός[1] → δείτε τη λέξη τρυφή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.feˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐φε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

τρυφερός, -ή, -ό

  1. (για ανθρώπους) ευγενικός και ευαίσθητος, λεπτός, γλυκός
     αντώνυμα: σκληρός, τραχύς
  2. για κάτι που εκφράζει έναν τρυφερό άνθρωπο
  3. που πληγώνεται εύκολα, ευαίσθητος
    ⮡  τρυφερή ηλικία
  4. (για ενέργειες) απαλός και ευαίσθητος
    ⮡  ένα τρυφερό χάδι
  5. (για τροφές) που μασιέται εύκολα
     αντώνυμα: σκληρός
    ⮡  τρυφερό κρέας

Συγγενικά

επεξεργασία

με τρυφερ-

→ και δείτε τη λέξη τρυφή για θέματα τρυφ- όπως εντρυφώ, τρυφηλός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τρῠφερο-
ονομαστική τρυφερός τρυφερᾱ́ τὸ τρυφερόν
      γενική τοῦ τρυφεροῦ τῆς τρυφερᾶς τοῦ τρυφεροῦ
      δοτική τῷ τρυφερ τῇ τρυφερ τῷ τρυφερ
    αιτιατική τὸν τρυφερόν τὴν τρυφερᾱ́ν τὸ τρυφερόν
     κλητική ! τρυφερέ τρυφερᾱ́ τρυφερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τρυφεροί αἱ τρυφεραί τὰ τρυφερᾰ́
      γενική τῶν τρυφερῶν τῶν τρυφερῶν τῶν τρυφερῶν
      δοτική τοῖς τρυφεροῖς ταῖς τρυφεραῖς τοῖς τρυφεροῖς
    αιτιατική τοὺς τρυφερούς τὰς τρυφερᾱ́ς τὰ τρυφερᾰ́
     κλητική ! τρυφεροί τρυφεραί τρυφερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρυφερώ τὼ τρυφερᾱ́ τὼ τρυφερώ
      γεν-δοτ τοῖν τρυφεροῖν τοῖν τρυφεραῖν τοῖν τρυφεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυφερός < τρυφ(ή) + -ερός

ζητούμενο λήμμα