Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυφεραίνω < ελληνιστική κοινή τρυφεραίνομαι[1] < αρχαία ελληνική τρυφερός

τρυφεραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι τρυφερό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι ο ίδιος τρυφερός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τρυφεραίνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.