τρυφερίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρυφερίτσα | οι | τρυφερίτσες |
γενική | της | τρυφερίτσας | — | |
αιτιατική | την | τρυφερίτσα | τις | τρυφερίτσες |
κλητική | τρυφερίτσα | τρυφερίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρυφερίτσα < τρυφερός + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυφερίτσα θηλυκό
- (οικείο, σπάνιο) υποκοριστικό του τρυφερότητα
- (οικείο, σπάνιο, ειδικότερα) ερωτοτροπία
- (ιδιωματικό) θηραϊκά: κοινωνία (βγαίνω στην τρυφερίτσα = βγαίνω στην κοινωνία), και για παιδιά που μπαίνουν από την παιδική στην εφηβική ηλικία[1]
- ※ Τα παραπάνω πρέπει να απαιτηθούν από τους γονείς των λαικών οικογενειών του νησιού μας, διεκδικώντας τα από την κυβέρνηση ... και τους βουλευτές της, που ήδη βγήκαν στην τρυφερίτσα υποσχόμενοι ψέματα και κούφια λόγια και ζητούν τη ψήφο μας. (Λαϊκή Συσπείρωση Θήρας: «Μεγάλη η ευθύνη της Κυβέρνησης για την αδιέξοδη κατάσταση στα νηπιαγωγεία», santorinipress.gr, 18/6/2019 [1])
- (σπάνιο) παρόμοια έννοια με την παραπάνω, αλλά με αρνητική χροιά
- ※ Το σκυλί σου, Γεωργούλα μου, βγαίνει στην τρυφερίτσα (Παροιμίες, 1909, Γορτυνία, με Σχόλια / Περίσταση εκφοράς από τον μελετητή: «Κακία», στο σχετικό λήμμα από το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυφερίτσα
|