• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

-ίτσα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθημα
      • 1.3.1 Δείτε επίσης

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίτσα οι -ίτσες
      γενική της -ίτσας —
    αιτιατική τη(ν) -ίτσα τις -ίτσες
     κλητική -ίτσα -ίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ίτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίτσα (υποκοριστικού επιθήματος) < -ίτσιν

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐τσα

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-ίτσα θηλυκό

  • (υποκοριστικό) επίθημα για το σχηματισμό υποκοριστικών θηλυκών
    δουλ(ειά) δουλίτσα
    (παπάς) παπαδ- > παπαδίτσα
    Ελέν(η) > Ελενίτσα

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτσα στο Βικιλεξικό
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=-ίτσα&oldid=5291113"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:52

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:52.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie