Δείτε επίσης: ἁπαλός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλός η απαλή το απαλό
      γενική του απαλού της απαλής του απαλού
    αιτιατική τον απαλό την απαλή το απαλό
     κλητική απαλέ απαλή απαλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλοί οι απαλές τα απαλά
      γενική των απαλών των απαλών των απαλών
    αιτιατική τους απαλούς τις απαλές τα απαλά
     κλητική απαλοί απαλές απαλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁπαλός

  Επίθετο επεξεργασία

απαλός, -ή, -ό

  1. που μας ευχαριστεί όταν τον ακουμπάμε ή τον αισθανόμαστε
     συνώνυμα: μαλακός
     αντώνυμα: σκληρός, τραχύς
  2. (μεταφορικά) που δεν είναι πολύ έντονος
     αντώνυμα: έντονος

Συγγενικά επεξεργασία

όπως

}

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία