εξ απαλών ονύχων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαεξ απαλών ονύχων
- (λόγιο) από πολύ νεαρή ηλικία, παιδιόθεν, ευθύς οίκοθεν
- ασχολήθηκε με τη μουσική εξ απαλών ονύχων και γρήγορα έδειξε το ταλέντο του ως πιανίστας
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξ απαλών ονύχων