οίκοθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
οίκοθεν (αρχαιοπρεπές)
- που έρχεται από το σπίτι
- αυτεπάγγελτα
- ↪ Επιλαμβάνεται οίκοθεν, ή με εντολή, όλων των θεμάτων της αρμοδιότητάς του.
Εκφράσεις επεξεργασία
- οίκοθεν νοείται: εξυπακούεται, εννοείται, χωρίς να ειπωθεί, είναι αυτονόητο
- ευθύς οίκοθεν: εξ απαλών ονύχων, από μικρή/παιδική ηλικία, παιδιόθεν