Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

οίκοθεν (αρχαιοπρεπές)

  1. που έρχεται από το σπίτι
  2. αυτεπάγγελτα
    Επιλαμβάνεται οίκοθεν, ή με εντολή, όλων των θεμάτων της αρμοδιότητάς του.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία