εννοείται
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.noˈi.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νο‐εί‐ται
- ομόηχο: εννοείτε (εσείς)
Ρήμα
επεξεργασία
εννοείται, πρτ.: εννοείτο (απρόσωπο ρήμα) τριτοπρόσωπο ρήμα στον ενικό και πληθυντικό
- εξυπακούεται, δεν χρειάζεται εξήγηση γιατί είναι κατανοητό από όλους
- (γραμματική, λεξικογραφία: για ελλειπτική φράση) αναφέρει τον όρο που λείπει
παραδειγματα
|