Δείτε επίσης: ἐννοεῖται

εννοείται, πρτ.: εννοείτο (απρόσωπο ρήμα) τριτοπρόσωπο ρήμα στον ενικό και πληθυντικό

  1. εξυπακούεται, δεν χρειάζεται εξήγηση γιατί είναι κατανοητό από όλους
  2. (γραμματική, λεξικογραφία: για ελλειπτική φράση) αναφέρει τον όρο που λείπει
παραδειγματα
συντομογραφία: ενν.
 δείτε τη λατινική συντομογραφία sc., scilicet με σημασία στη μεσαιωνική λατινική

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία


Ρηματικός τύπος

επεξεργασία