εννοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεννοούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εννοώ
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εννοούμαι | εννοούμουν | θα εννοούμαι | να εννοούμαι | ||
β' ενικ. | εννοείσαι | εννοούσουν | θα εννοείσαι | να εννοείσαι | ||
γ' ενικ. | εννοείται | εννοούνταν | θα εννοείται | να εννοείται | ||
α' πληθ. | εννοούμαστε | εννοούμασταν εννοούμαστε |
θα εννοούμαστε | να εννοούμαστε | ||
β' πληθ. | εννοείστε | εννοούσασταν εννοούσαστε |
θα εννοείστε | να εννοείστε | εννοείστε | |
γ' πληθ. | εννοούνται | εννοούνταν | θα εννοούνται | να εννοούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εννοήθηκα | θα εννοηθώ | να εννοηθώ | εννοηθεί | ||
β' ενικ. | εννοήθηκες | θα εννοηθείς | να εννοηθείς | εννοήσου | ||
γ' ενικ. | εννοήθηκε | θα εννοηθεί | να εννοηθεί | |||
α' πληθ. | εννοηθήκαμε | θα εννοηθούμε | να εννοηθούμε | |||
β' πληθ. | εννοηθήκατε | θα εννοηθείτε | να εννοηθείτε | εννοηθείτε | ||
γ' πληθ. | εννοήθηκαν εννοηθήκαν(ε) |
θα εννοηθούν(ε) | να εννοηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εννοηθεί | είχα εννοηθεί | θα έχω εννοηθεί | να έχω εννοηθεί | εννοημένος | |
β' ενικ. | έχεις εννοηθεί | είχες εννοηθεί | θα έχεις εννοηθεί | να έχεις εννοηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εννοηθεί | είχε εννοηθεί | θα έχει εννοηθεί | να έχει εννοηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εννοηθεί | είχαμε εννοηθεί | θα έχουμε εννοηθεί | να έχουμε εννοηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εννοηθεί | είχατε εννοηθεί | θα έχετε εννοηθεί | να έχετε εννοηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εννοηθεί | είχαν εννοηθεί | θα έχουν εννοηθεί | να έχουν εννοηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εννοημένος - είμαστε, είστε, είναι εννοημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εννοημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εννοημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εννοημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εννοημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εννοημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εννοημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εννοούμαι
|