οίκαδε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οίκαδε < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οἴκαδε < αρχαία ελληνική οἴκαδε < οἶκος + -δε
Επίρρημα
επεξεργασίαοίκαδε (αρχαιοπρεπές)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οίκαδε
|
Πηγές
επεξεργασία- οίκαδε - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)