Δείτε επίσης: οἴκοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οίκοι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οἴκοι < αρχαία ελληνική οἴκοι (τοπική)

  Επίρρημα επεξεργασία

οίκοι (αρχαιοπρεπές)

  1. (που συμβαίνει) στο σπίτι, στον οίκο
    Προτιμάται η οίκοι νοσηλεία παρά η νοσηλεία στο νοσοκομείο.
    Έλαβε δύο ημέρες οίκοι νοσηλεία από τον γιατρό.
    Του αποδόθηκαν οι οίκοι τιμές.
     συνώνυμα: κατ' οίκον, εν (τω) οίκω (δοτική)
  2. στην πατρίδα

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • οίκοιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)