οίκοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οίκοι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οἴκοι < αρχαία ελληνική οἴκοι (τοπική)
Επίρρημα
επεξεργασίαοίκοι (αρχαιοπρεπές)
- (που συμβαίνει) στο σπίτι, στον οίκο
- ⮡ Προτιμάται η οίκοι νοσηλεία παρά η νοσηλεία στο νοσοκομείο.
- ⮡ Έλαβε δύο ημέρες οίκοι νοσηλεία από τον γιατρό.
- ⮡ Του αποδόθηκαν οι οίκοι τιμές.
- ≈ συνώνυμα: κατ' οίκον, εν (τω) οίκω (δοτική)
- στην πατρίδα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του οίκος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οίκοι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)