οἴκοι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαοἴκοι
- οίκοι, (μέσα) στο σπίτι, κατ᾿ οίκον, στην πατρίδα
- (ενάρθρως, ως επιθετικού προσδιορισμού ουσιαστικού: ὁ, τὸ, ἡ οἴκοι) αυτός που σχετίζεται με το σπίτι ή την πατρίδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 352
- πολλοῖσι δ᾽ ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν
μοχθοῦσα τλήμων δεύτερ᾽ ἡγεῖται τὰ τῆς
οἴκοι διαίτης, εἰ πατὴρ τροφὴν ἔχοι.
- πολλοῖσι δ᾽ ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 352
- (ενάρθρως, ουσιαστικοποιημένο)
- ἡ οἴκοι (εννοείται πόλις): η πατρίδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 759
- τήνδε τὴν πόλιν φίλως
εἰπών· ἐπαξία γάρ· ἡ δ᾽ οἴκοι πλέον
δίκῃ σέβοιτ᾽ ἄν, οὖσα σὴ πάλαι τροφός.
- τήνδε τὴν πόλιν φίλως
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 759
- τὰ οἴκοι:
- οι οικιακές υποθέσεις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 1.42
- εἴη δ’ ἂν ἐμποδών, εἰ ἡμᾶς φαίης παρασκευάζεσθαι ἐμβαλεῖν ποι τῆς ἐκείνων χώρας· ταῦτα γὰρ ἀκούοντες ἧττον ἂν παντὶ σθένει ἁθροίζοιντο, ἕκαστός τις φοβούμενος καὶ περὶ τῶν οἴκοι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 1.42
- τα οικιακά προϊόντα
- οι οικιακές υποθέσεις
- ἡ οἴκοι (εννοείται πόλις): η πατρίδα
- προς το σπίτι, προς την πατρίδα, οίκαδε
- ※ 6ος/5ος κε αιώνας Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα 2, 27.2[1]
- ἀσμένως ταῦτα περισῶσαι καὶ ἀπαγαγεῖν οἴκοι διενοήθησαν.
- ※ 6ος/5ος κε αιώνας Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα 2, 27.2[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : οἴκοθῐ
- οἴκει (Στον Μένανδρο)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οἴκοι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἴκοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.