αυτεπάγγελτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτεπάγγελτα < αυτεπάγγελτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααυτεπάγγελτα
- (νομικός όρος) με αυτεπάγγελτο τρόπο, αυτόβουλα, η δίωξη που ασκείται από την εισαγγελία με βάση τη νομοθεσία χωρίς να προαπαιτείται έγκληση ή μήνυση (σε αντιδιαστολή προς τα αδικήματα που διώκονται μόνον όταν κάποιος ιδιώτης κινεί τη διαδικασία με μήνυση ή άλλα ένδικα μέσα)
- Δεν μπορείς να τον γλιτώσεις ακόμα κι αν αποσύρεις τη μήνυση, γιατί το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται αυτεπάγγελτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτεπάγγελτα