Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτεπάγγελτος η αυτεπάγγελτη το αυτεπάγγελτο
      γενική του αυτεπάγγελτου της αυτεπάγγελτης του αυτεπάγγελτου
    αιτιατική τον αυτεπάγγελτο την αυτεπάγγελτη το αυτεπάγγελτο
     κλητική αυτεπάγγελτε αυτεπάγγελτη αυτεπάγγελτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτεπάγγελτοι οι αυτεπάγγελτες τα αυτεπάγγελτα
      γενική των αυτεπάγγελτων των αυτεπάγγελτων των αυτεπάγγελτων
    αιτιατική τους αυτεπάγγελτους τις αυτεπάγγελτες τα αυτεπάγγελτα
     κλητική αυτεπάγγελτοι αυτεπάγγελτες αυτεπάγγελτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτεπάγγελτος < αυτός+ επί + αγγέλλω, ο αφ΄ εαυτού, με δική του πρωτοβουλία πράττων

  Επίθετο επεξεργασία

αυτεπάγγελτος, -η, -ο

  1. αυτός που γίνεται από μόνος του χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου
  2. (νομικός όρος) αυτός που προέρχεται από το νόμο, χωρίς τη μεσολάβηση εισαγγελέα ή μήνυσης

Συγγενικά επεξεργασία

εκφράσεις επεξεργασία

  • «αυτεπάγγελτος προστάτης»
  • «αυτεπάγγελτος επέμβασις του εισαγγελέως» η οποία γίνεται χωρίς τη μήνυση ή αίτηση του πολίτη
  • «αυτεπάγγελτος διαθεσιμότητα», η ένεκα έλλειψης θέσης επιβαλλόμενη στους εν ενεργεία αξιωματικούς «αυτεπάγγελτος αποστρατεία».

  Μεταφράσεις επεξεργασία