αυτεπαγγέλτως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτεπαγγέλτως < (ελληνιστική κοινή) αὐτεπαγγέλτως
Επίρρημα επεξεργασία
αυτεπαγγέλτως
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτεπαγγέλτως
|
Δείτε επίσης : αὐτεπαγγέλτως |
αυτεπαγγέλτως
|