μήνυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήνυση | οι | μηνύσεις |
γενική | της | μήνυσης* | των | μηνύσεων |
αιτιατική | τη | μήνυση | τις | μηνύσεις |
κλητική | μήνυση | μηνύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μηνύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μήνυση < αρχαία ελληνική μήνυμα < μηνύω
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μήνυση θηλυκό
- η προφορική ή γραπτή καταγγελία αξιοτιμώρητης πράξης στις εισαγγελικές ή αστυνομικές αρχές, χωρίς τη δυνατότητα αξιώσεως χρηματικής αποζημίωσης
- όταν της έκλεψαν το πορτοφόλι, υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστων