μήνυμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μήνυμα | τα | μηνύματα |
γενική | του | μηνύματος | των | μηνυμάτων |
αιτιατική | το | μήνυμα | τα | μηνύματα |
κλητική | μήνυμα | μηνύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μήνυμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήνυμα [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.ni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐νυ‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μήνυμα ουδέτερο
- γραπτό ή προφορικό κείμενο που αφήνει ή στέλνει κάποιος σε άλλον
- ↪ αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο
- ιδέα ή νόημα που προσπαθεί κάποιος να επικοινωνήσει, η κεντρική ιδέα μιας ενέργειας, ενός κειμένου κλπ.
- ↪ Ο λαός έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα στα μεγάλα κόμματα στις πρόσφατες εκλογές.
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μήνυμα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μήνυμα
Επεξεργασία
- ↑ «μήνυμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μηνῡματ- | |||||
ονομαστική | τὸ | μήνυμᾰ | τὰ | μηνύμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | μηνύμᾰτος | τῶν | μηνυμᾰ́των | |
δοτική | τῷ | μηνύμᾰτῐ | τοῖς | μηνύμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | μήνυμᾰ | τὰ | μηνύμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | μήνυμᾰ | μηνύμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηνύμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μηνυμᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μήνυμα ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μήνυμα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μήνυμα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.