μηνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηνύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐νύ‐ω
- τονικό παρώνυμο: μίνιο
- παρώνυμο: μηνάω
Ρήμα
επεξεργασίαμηνύω, αόρ.: μήνυσα, παθ.φωνή: μηνύομαι, π.αόρ.: μηνύθηκα
- (νομικός όρος) κάποιος (όχι το θύμα) αναγγέλλει στον εισαγγελέα ή στις αστυνομικές αρχές την τέλεση ενός εγκλήματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηνύω | μήνυα | θα μηνύω | να μηνύω | μηνύοντας | |
β' ενικ. | μηνύεις | μήνυες | θα μηνύεις | να μηνύεις | μήνυε | |
γ' ενικ. | μηνύει | μήνυε | θα μηνύει | να μηνύει | ||
α' πληθ. | μηνύουμε | μηνύαμε | θα μηνύουμε | να μηνύουμε | ||
β' πληθ. | μηνύετε | μηνύατε | θα μηνύετε | να μηνύετε | μηνύετε | |
γ' πληθ. | μηνύουν(ε) | μήνυαν μηνύαν(ε) |
θα μηνύουν(ε) | να μηνύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μήνυσα | θα μηνύσω | να μηνύσω | μηνύσει | ||
β' ενικ. | μήνυσες | θα μηνύσεις | να μηνύσεις | μήνυσε | ||
γ' ενικ. | μήνυσε | θα μηνύσει | να μηνύσει | |||
α' πληθ. | μηνύσαμε | θα μηνύσουμε | να μηνύσουμε | |||
β' πληθ. | μηνύσατε | θα μηνύσετε | να μηνύσετε | μηνύστε | ||
γ' πληθ. | μήνυσαν μηνύσαν(ε) |
θα μηνύσουν(ε) | να μηνύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηνύσει | είχα μηνύσει | θα έχω μηνύσει | να έχω μηνύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηνύσει | είχες μηνύσει | θα έχεις μηνύσει | να έχεις μηνύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μηνύσει | είχε μηνύσει | θα έχει μηνύσει | να έχει μηνύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηνύσει | είχαμε μηνύσει | θα έχουμε μηνύσει | να έχουμε μηνύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηνύσει | είχατε μηνύσει | θα έχετε μηνύσει | να έχετε μηνύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μηνύσει | είχαν μηνύσει | θα έχουν μηνύσει | να έχουν μηνύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηνύομαι | μηνυόμουν(α) | θα μηνύομαι | να μηνύομαι | μηνυόμενος | |
β' ενικ. | μηνύεσαι | μηνυόσουν(α) | θα μηνύεσαι | να μηνύεσαι | (μηνύου) | |
γ' ενικ. | μηνύεται | μηνυόταν(ε) | θα μηνύεται | να μηνύεται | ||
α' πληθ. | μηνυόμαστε | μηνυόμαστε μηνυόμασταν |
θα μηνυόμαστε | να μηνυόμαστε | ||
β' πληθ. | μηνύεστε | μηνυόσαστε μηνυόσασταν |
θα μηνύεστε | να μηνύεστε | (μηνύεστε) | |
γ' πληθ. | μηνύονται | μηνύονταν μηνυόντουσαν |
θα μηνύονται | να μηνύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηνύθηκα | θα μηνυθώ | να μηνυθώ | μηνυθεί | ||
β' ενικ. | μηνύθηκες | θα μηνυθείς | να μηνυθείς | μηνύσου | ||
γ' ενικ. | μηνύθηκε | θα μηνυθεί | να μηνυθεί | |||
α' πληθ. | μηνυθήκαμε | θα μηνυθούμε | να μηνυθούμε | |||
β' πληθ. | μηνυθήκατε | θα μηνυθείτε | να μηνυθείτε | μηνυθείτε | ||
γ' πληθ. | μηνύθηκαν μηνυθήκαν(ε) |
θα μηνυθούν(ε) | να μηνυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μηνυθεί | είχα μηνυθεί | θα έχω μηνυθεί | να έχω μηνυθεί | ||
β' ενικ. | έχεις μηνυθεί | είχες μηνυθεί | θα έχεις μηνυθεί | να έχεις μηνυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μηνυθεί | είχε μηνυθεί | θα έχει μηνυθεί | να έχει μηνυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μηνυθεί | είχαμε μηνυθεί | θα έχουμε μηνυθεί | να έχουμε μηνυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μηνυθεί | είχατε μηνυθεί | θα έχετε μηνυθεί | να έχετε μηνυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μηνυθεί | είχαν μηνυθεί | θα έχουν μηνυθεί | να έχουν μηνυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμηνύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμηνύω
- αποκαλύπτω
- γνωστοποιώ, κάνω κάτι γνωστό σε άλλους, δηλώνω
- (νομικός όρος, στην Αθήνα) κάνω καταγγελία εναντίον κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- μηνύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηνύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.