Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηνύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μηνύτρι
α
οι
μηνύτρι
ες
γενική
της
μηνύτρι
ας
των
μηνυτρι
ών
αιτιατική
τη
μηνύτρι
α
τις
μηνύτρι
ες
κλητική
μηνύτρι
α
μηνύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηνύτρια
<
μηνυτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηνύτρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
μηνυτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηνύτρια
γαλλικά
:
plaignante
(fr)