εισαγγελέας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισαγγελέας < αρχαία ελληνική εἰσαγγελεύς < εἰσαγγέλλω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό
- (νομική) ανώτερος δικαστικός λειτουργός, ο οποίος εκπροσωπεί το κράτος και το νόμο και αντικείμενό του είναι η άσκηση νομικής δίωξης, ο δημόσιος κατήγορος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αντεισαγγελέας / αντιεισαγγελέας
- αρχιεισαγγελέας
- εισαγγελεύω
- εισαγγελία
- εισαγγελικός
- → δείτε τις λέξεις εις, αγγέλλω και άγγελος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εισαγγελέας