Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισαγγελεύω < εισαγγελέας + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

εισαγγελεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία