εισαγγελικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισαγγελικός < εισαγγελέας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.sa(ŋ).ɟe.liˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
εισαγγελικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στον εισαγγελέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισαγγελικός
|