procuror
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
procuror (ro) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
κλίση του procuror
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un procuror | procurorul | nişte procurori | procurorii |
γενική | a unui procuror | procurorului | a unor procurori | procurorilor |
δοτική | unui procuror | procurorului | unor procurori | procurorilor |
αιτιατική | un procuror | procurorul | nişte procurori | procurorii |
κλητική | — | - | — | - |