αντιεισαγγελέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντιεισαγγελέας | οι | αντιεισαγγελείς |
γενική | του του/της |
αντιεισαγγελέα αντιεισαγγελέως |
των | αντιεισαγγελέων |
αιτιατική | τον/την | αντιεισαγγελέα | τους/τις | αντιεισαγγελείς |
κλητική | αντιεισαγγελέα | αντιεισαγγελείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιεισαγγελέας < αντι- + εισαγγελέας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιεισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιεισαγγελέας
|