μηνυτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμηνυτήριος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με μήνυση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η μηνυτήρια αναφορά συνιστά όχι έγκληση, αλλά την από το άρθρο 41 ΚΠΔ προβλεπόμενη αίτηση δίωξης και μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, αρκεί να μη έχει παραγραφεί η καταγγελλόμενη πράξη. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηνυτήριος
|