αίτηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αίτηση | οι | αιτήσεις |
γενική | της | αίτησης* | των | αιτήσεων |
αιτιατική | την | αίτηση | τις | αιτήσεις |
κλητική | αίτηση | αιτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αίτηση < αρχαία ελληνική αἴτησις
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αίτηση θηλυκό
- το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
- έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
- το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά