αιτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιτούμαι < αρχαία ελληνική αἰτέομαι - αἰτοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασία
αιτούμαι
- αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιτούμαι | αιτούμουν | θα αιτούμαι | να αιτούμαι | αιτούμενος | |
β' ενικ. | αιτείσαι | αιτούσουν | θα αιτείσαι | να αιτείσαι | ||
γ' ενικ. | αιτείται | αιτούνταν | θα αιτείται | να αιτείται | ||
α' πληθ. | αιτούμαστε | αιτούμασταν αιτούμαστε |
θα αιτούμαστε | να αιτούμαστε | ||
β' πληθ. | αιτείστε | αιτούσασταν αιτούσαστε |
θα αιτείστε | να αιτείστε | αιτείστε | |
γ' πληθ. | αιτούνται | αιτούνταν | θα αιτούνται | να αιτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιτήθηκα | θα αιτηθώ | να αιτηθώ | αιτηθεί | ||
β' ενικ. | αιτήθηκες | θα αιτηθείς | να αιτηθείς | αιτήσου | ||
γ' ενικ. | αιτήθηκε | θα αιτηθεί | να αιτηθεί | |||
α' πληθ. | αιτηθήκαμε | θα αιτηθούμε | να αιτηθούμε | |||
β' πληθ. | αιτηθήκατε | θα αιτηθείτε | να αιτηθείτε | αιτηθείτε | ||
γ' πληθ. | αιτήθηκαν αιτηθήκαν(ε) |
θα αιτηθούν(ε) | να αιτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιτηθεί | είχα αιτηθεί | θα έχω αιτηθεί | να έχω αιτηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αιτηθεί | είχες αιτηθεί | θα έχεις αιτηθεί | να έχεις αιτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιτηθεί | είχε αιτηθεί | θα έχει αιτηθεί | να έχει αιτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιτηθεί | είχαμε αιτηθεί | θα έχουμε αιτηθεί | να έχουμε αιτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιτηθεί | είχατε αιτηθεί | θα έχετε αιτηθεί | να έχετε αιτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιτηθεί | είχαν αιτηθεί | θα έχουν αιτηθεί | να έχουν αιτηθεί |