Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιτιολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αιτιολογί
α
οι
αιτιολογί
ες
γενική
της
αιτιολογί
ας
των
αιτιολογι
ών
αιτιατική
την
αιτιολογί
α
τις
αιτιολογί
ες
κλητική
αιτιολογί
α
αιτιολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιτιολογία
<
αρχαία ελληνική
αἰτιολογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ti.o.loˈʝi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιτιολογία
θηλυκό
ο
λόγος
για τον οποίο έγινε κάτι, αυτό που προβάλλεται ως η
αιτία
μιας πράξης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιτιολογία
αγγλικά
:
cause
(en)
,
causality
(en)
,
causation
(en)
,
ιατρική
:
etiology
(en)
,
aetiology
(en)
γαλλικά
:
étiologie
(fr)
,
motivation
(fr)
,
motif
(fr)