motif
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmotif (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
motif | motifs |
motif (fr) αρσενικό
- το μοτίφ
- το μοτίβο
- το επιχείρημα
- το σκεπτικό
- ο λόγος
- η αιτιολογία