↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεπτικό τα σκεπτικά
      γενική του σκεπτικού των σκεπτικών
    αιτιατική το σκεπτικό τα σκεπτικά
     κλητική σκεπτικό σκεπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκεπτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sce.ptiˈko/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκεπτικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σκεπτικό