Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλογιστική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλλογιστική θηλυκό

  • η διαδικασία με την οποία κάποιος κάνει συλλογισμούς που τον οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συλλογιστική

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία