συλλογιστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλογιστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλογιστική θηλυκό
- η διαδικασία με την οποία κάποιος κάνει συλλογισμούς που τον οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυλλογιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συλλογιστικός