↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλογιστικός η συλλογιστική το συλλογιστικό
      γενική του συλλογιστικού της συλλογιστικής του συλλογιστικού
    αιτιατική τον συλλογιστικό τη συλλογιστική το συλλογιστικό
     κλητική συλλογιστικέ συλλογιστική συλλογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλογιστικοί οι συλλογιστικές τα συλλογιστικά
      γενική των συλλογιστικών των συλλογιστικών των συλλογιστικών
    αιτιατική τους συλλογιστικούς τις συλλογιστικές τα συλλογιστικά
     κλητική συλλογιστικοί συλλογιστικές συλλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλογιστικός < αρχαία ελληνική συλλογιστικός[1] [2] [3] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική syllogistique[3] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική syllogistic[3])

  Επίθετο

επεξεργασία

συλλογιστικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον συλλογισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συλλογιστική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συλλογιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. συλλογιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 3,2 συλλογιστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)