Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συλλογιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συλλογιστικ
ός
η
συλλογιστικ
ή
το
συλλογιστικ
ό
γενική
του
συλλογιστικ
ού
της
συλλογιστικ
ής
του
συλλογιστικ
ού
αιτιατική
τον
συλλογιστικ
ό
τη
συλλογιστικ
ή
το
συλλογιστικ
ό
κλητική
συλλογιστικ
έ
συλλογιστικ
ή
συλλογιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συλλογιστικ
οί
οι
συλλογιστικ
ές
τα
συλλογιστικ
ά
γενική
των
συλλογιστικ
ών
των
συλλογιστικ
ών
των
συλλογιστικ
ών
αιτιατική
τους
συλλογιστικ
ούς
τις
συλλογιστικ
ές
τα
συλλογιστικ
ά
κλητική
συλλογιστικ
οί
συλλογιστικ
ές
συλλογιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συλλογιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συλλογιστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συλλογιστικός
γαλλικά
:
syllogistique
(fr)