αιτιολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ti.o.loˈɣo/
Ρήμα
επεξεργασίααιτιολογώ, πρτ.: αιτιολογούσα, στ.μέλλ.: θα αιτιολογήσω, αόρ.: αιτιολόγησα, παθ.φωνή: αιτιολογούμαι, μτχ.π.π.: αιτιολογημένος
- προσπαθώ με τη λογική να βρω την αιτία ενός γεγονότος, αποδίδω ένα ή περισσότερα αίτια σε ένα αποτέλεσμα
- υποστηρίζω κάποιον/κάτι με λογικά επιχειρήματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιτιολογώ | αιτιολογούσα | θα αιτιολογώ | να αιτιολογώ | αιτιολογώντας | |
β' ενικ. | αιτιολογείς | αιτιολογούσες | θα αιτιολογείς | να αιτιολογείς | (αιτιολόγει) | |
γ' ενικ. | αιτιολογεί | αιτιολογούσε | θα αιτιολογεί | να αιτιολογεί | ||
α' πληθ. | αιτιολογούμε | αιτιολογούσαμε | θα αιτιολογούμε | να αιτιολογούμε | ||
β' πληθ. | αιτιολογείτε | αιτιολογούσατε | θα αιτιολογείτε | να αιτιολογείτε | αιτιολογείτε | |
γ' πληθ. | αιτιολογούν(ε) | αιτιολογούσαν(ε) | θα αιτιολογούν(ε) | να αιτιολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιτιολόγησα | θα αιτιολογήσω | να αιτιολογήσω | αιτιολογήσει | ||
β' ενικ. | αιτιολόγησες | θα αιτιολογήσεις | να αιτιολογήσεις | αιτιολόγησε | ||
γ' ενικ. | αιτιολόγησε | θα αιτιολογήσει | να αιτιολογήσει | |||
α' πληθ. | αιτιολογήσαμε | θα αιτιολογήσουμε | να αιτιολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αιτιολογήσατε | θα αιτιολογήσετε | να αιτιολογήσετε | αιτιολογήστε | ||
γ' πληθ. | αιτιολόγησαν αιτιολογήσαν(ε) |
θα αιτιολογήσουν(ε) | να αιτιολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αιτιολογήσει | είχα αιτιολογήσει | θα έχω αιτιολογήσει | να έχω αιτιολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αιτιολογήσει | είχες αιτιολογήσει | θα έχεις αιτιολογήσει | να έχεις αιτιολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αιτιολογήσει | είχε αιτιολογήσει | θα έχει αιτιολογήσει | να έχει αιτιολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αιτιολογήσει | είχαμε αιτιολογήσει | θα έχουμε αιτιολογήσει | να έχουμε αιτιολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αιτιολογήσει | είχατε αιτιολογήσει | θα έχετε αιτιολογήσει | να έχετε αιτιολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αιτιολογήσει | είχαν αιτιολογήσει | θα έχουν αιτιολογήσει | να έχουν αιτιολογήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιτιολογούμαι | αιτιολογούμουν | θα αιτιολογούμαι | να αιτιολογούμαι | αιτιολογούμενος | |
β' ενικ. | αιτιολογείσαι | αιτιολογούσουν | θα αιτιολογείσαι | να αιτιολογείσαι | ||
γ' ενικ. | αιτιολογείται | αιτιολογούνταν | θα αιτιολογείται | να αιτιολογείται | ||
α' πληθ. | αιτιολογούμαστε | αιτιολογούμασταν αιτιολογούμαστε |
θα αιτιολογούμαστε | να αιτιολογούμαστε | ||
β' πληθ. | αιτιολογείστε | αιτιολογούσασταν αιτιολογούσαστε |
θα αιτιολογείστε | να αιτιολογείστε | αιτιολογείστε | |
γ' πληθ. | αιτιολογούνται | αιτιολογούνταν | θα αιτιολογούνται | να αιτιολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιτιολογήθηκα | θα αιτιολογηθώ | να αιτιολογηθώ | αιτιολογηθεί | ||
β' ενικ. | αιτιολογήθηκες | θα αιτιολογηθείς | να αιτιολογηθείς | αιτιολογήσου | ||
γ' ενικ. | αιτιολογήθηκε | θα αιτιολογηθεί | να αιτιολογηθεί | |||
α' πληθ. | αιτιολογηθήκαμε | θα αιτιολογηθούμε | να αιτιολογηθούμε | |||
β' πληθ. | αιτιολογηθήκατε | θα αιτιολογηθείτε | να αιτιολογηθείτε | αιτιολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | αιτιολογήθηκαν αιτιολογηθήκαν(ε) |
θα αιτιολογηθούν(ε) | να αιτιολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιτιολογηθεί | είχα αιτιολογηθεί | θα έχω αιτιολογηθεί | να έχω αιτιολογηθεί | αιτιολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις αιτιολογηθεί | είχες αιτιολογηθεί | θα έχεις αιτιολογηθεί | να έχεις αιτιολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιτιολογηθεί | είχε αιτιολογηθεί | θα έχει αιτιολογηθεί | να έχει αιτιολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιτιολογηθεί | είχαμε αιτιολογηθεί | θα έχουμε αιτιολογηθεί | να έχουμε αιτιολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιτιολογηθεί | είχατε αιτιολογηθεί | θα έχετε αιτιολογηθεί | να έχετε αιτιολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιτιολογηθεί | είχαν αιτιολογηθεί | θα έχουν αιτιολογηθεί | να έχουν αιτιολογηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αιτιολογημένος - είμαστε, είστε, είναι αιτιολογημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αιτιολογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αιτιολογημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αιτιολογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αιτιολογημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αιτιολογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αιτιολογημένοι |