αιτιολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιτιολόγηση | οι | αιτιολογήσεις |
γενική | της | αιτιολόγησης* | των | αιτιολογήσεων |
αιτιατική | την | αιτιολόγηση | τις | αιτιολογήσεις |
κλητική | αιτιολόγηση | αιτιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιτιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ti.oˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τι‐ο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιτιολόγηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του αιτιολογώ
- η παροχή εξηγήσεων για μια ενέργεια, η ερμηνεία των κινήτρων και του τελικού σκοπού, των συνθηκών που οδήγησαν ή θα οδηγήσουν σε αυτήν
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιτιολόγηση
|